- πεντάλεπτος
- η , ο [ος , ον ]1) пятиминутный; 2) имеющий стоимость в пять лепт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια πέντε πρώτων λεπτών τής ώρας («πεντάλεπτο διάλειμμα) 2. αυτός που αξίζει πέντε λεπτά τής δραχμής 3. το ουδ. ως ουσ. το πεντάλεπτο μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, η πεντάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + λεπτός… … Dictionary of Greek
πεντάλεπτος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί 5 λεπτά της ώρας: Η πεντάλεπτη διαφήμιση προϊόντος από την τηλεόραση κοστίζει πολύ ακριβά. 2. αυτός που έχει αξία 5 λεπτών του ευρώ: Πεντάλεπτο χαρτόσημο. 3. το ουδ. ως ουσ., πεντάλεπτο, το νομισματική υποδιαίρεση αξίας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek